Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκένωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκένωσ|η <-εις> [ɛˈcɛnɔsi] SUBST θηλ

1. εκκένωση (άδειασμα):

εκκένωση
Leerung θηλ

2. εκκένωση (αίθουσας, διαμερίσματος):

εκκένωση
Räumung θηλ

3. εκκένωση ΣΤΡΑΤ (περιοχής, πόλης):

εκκένωση
Evakuierung θηλ

4. εκκένωση ΗΛΕΚ:

εκκένωση
Entladung θηλ
εκκένωση αστραπής

Παραδειγματικές φράσεις με εκκένωση

εκκένωση αστραπής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский