Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκδούλευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκδούλευσ|η <-εις> [ɛkˈðulɛfsi] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εκδούλευση

κάνω μια εκδούλευση σε κάποιον
ζητώ μια εκδούλευση από κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский