Ελληνικά » Γερμανικά

εισηγητής (εισηγήτρια) [isijiˈtis, isiˈjitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εισηγητής (εισηγήτρια)
Referent(in) αρσ (θηλ)

εισήγησ|η <-εις> [iˈsijisi] SUBST θηλ

2. εισήγηση (έκθεση):

Bericht αρσ

3. εισήγηση (αίτηση):

Antrag αρσ

εισηγ|ούμαι <-ήθηκα> [isiˈɣumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

χειρογεννήτρια [çirɔjɛˈnitria] SUBST θηλ ΗΛΕΚ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский