επερχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛpɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. επερχόμενος (μελλοντικός):
2. επερχόμενος (επικείμενος):
ανερχόμεν|ος <-η, -ο> [anɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ
ενδεχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛnðɛˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ
εισ|έρχομαι <-ήλθα> [iˈsɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ (άνθρωπος)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.