ειρηνοποιός [irinɔpiˈɔs] SUBST mf
ελληνοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛlinɔpiˈɔ] VERB μεταβ
ειρηνοποίησ|η <-εις> [irinɔˈpiisi] SUBST θηλ
I. ικανοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ikanɔpiˈɔ] VERB μεταβ
2. ικανοποιώ (απαιτήσεις, ορμές):
3. ικανοποιώ (επιθυμία μου):
II. ικανοποιούμαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.