Ελληνικά » Γερμανικά

εικά|ζω <-σα> [iˈkazɔ] VERB μεταβ

εικάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский