Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ειδικεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ειδικ|εύω <-ευσα [ή -εψα], -εύτηκα, -ευμένος> [iðiˈcɛvɔ] VERB μεταβ

1. ειδικεύω (περιορίζω το λόγο σε ένα μόνο θέμα):

ειδικεύω

2. ειδικεύω (εκπαιδεύω):

ειδικεύω σε
ausbilden in +δοτ

II . ειδικεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский