Ελληνικά » Γερμανικά

εγωλατρία [ɛɣɔlaˈtria] SUBST θηλ

ελατόπισσα [ɛlaˈtɔpisa] SUBST θηλ

εισπράκτορας [isˈpraktɔras], εισπράχτορας [isˈpraxtɔras] SUBST αρσ, εισπρακτόρισσα [isprakˈtɔrisa], εισπραχτόρισσα [ispraxˈtɔrisa] SUBST θηλ

1. εισπράκτορας (γενικά):

Kassierer(in) αρσ (θηλ)

2. εισπράκτορας (σε τρένο):

Schaffner(in) αρσ (θηλ)

εγωλάτρης (εγωλάτρισσα) [ɛɣɔˈlatris, ɛɣɔˈlatrisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εγωλάτρης (εγωλάτρισσα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский