Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγχείρημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγχείρημα [ɛɲˈçirima] SUBST ουδ

1. εγχείρημα (επιχείρημα):

εγχείρημα
Unternehmung θηλ

2. εγχείρημα (απόπειρα):

εγχείρημα
Versuch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский