Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκόλπωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκόλπωσ|η <-εις> [ɛŋˈgɔlpɔsi] SUBST θηλ (ακτής)

εγκόλπωση
Einbuchtung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский