Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εγκωμιαστής , εγκωμιαστικός , ερπύστρια και εγκωμιάζω

εγκωμιαστής (εγκωμιάστρια) [ɛŋgɔmiasˈtis, ɛŋgɔmiˈastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εγκωμιαστής (εγκωμιάστρια)
Lobredner(in) αρσ (θηλ)

εγκωμιαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛŋgɔmiastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εγκωμιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛŋgɔmiˈazɔ] VERB μεταβ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский