Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκλιτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκλιτικ|ός <-ή, -ό> [ɛŋglitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εγκλιτικός (σχετιζόμενος με τις εγκλίσεις του ρήματος):

εγκλιτικός

2. εγκλιτικός (μικρή λέξη):

εγκλιτικός
Enklitikon ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский