Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκαλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκαλ|ώ <-εσα> [ɛŋgaˈlɔ] VERB μεταβ ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский