Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκαινιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκαινιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛɲɟɛniˈazɔ] VERB μεταβ

1. εγκαινιάζω (τελώ εγκαίνια, θέτω σε λειτουργία για πρώτη φορά):

εγκαινιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский