Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκάθετος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκάθετ|ος (-η) [ɛŋˈgaθɛt|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. εγκάθετος (για να αποδοκιμάζει):

εγκάθετος (-η)

2. εγκάθετος (για να χειροκροτεί):

εγκάθετος (-η)
Claqueur αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский