Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγερτήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγερτήριο [ɛjɛrˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. εγερτήριο (πρωινό σάλπισμα):

εγερτήριο
Weckruf αρσ

2. εγερτήριο μτφ (ποίημα ή τραγούδι):

εγερτήριο
Aufruf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский