Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγγύτερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγγύτερ|ος <-η, -ο> [ɛɲˈɟitɛrɔs] ΕΠΊΘ

εγγύτερος
nähere(r, s)
ένας εγγύτερος συγγενής

Παραδειγματικές φράσεις με εγγύτερος

ένας εγγύτερος συγγενής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский