Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγγονή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγγονός [ɛŋgɔˈnɔs] SUBST αρσ, εγγονή [ɛŋgɔˈni], εγγόνα [ɛŋˈgɔna] SUBST θηλ

Enkel(in) αρσ (θηλ)
εγγονή εταιρεία ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με εγγονή

εγγονή εταιρεία ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский