Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διπλανό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διπλάνο [ðiˈplanɔ] SUBST ουδ ΑΕΡΟ

Παραδειγματικές φράσεις με διπλανό

διπλανό κτήριο
το διπλανό σπίτι
στο διπλανό δωμάτιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский