Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαιολογητικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαιολογητικό έγγραφο (που αποδείχνει)
Beleg αρσ
δικαιολογητικό στοιχείο ΝΟΜ
δικαιολογητικό έγγραφο (που πιστοποιεί)
Bescheinigung θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „δικαιολογητικό“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

δικαιολογητικό έγγραφο ουδ
δικαιολογητικό ουδ δαπανών
δικαιολογητικό στοιχείο ουδ
έχω δικαιολογητικό γιατρού
δικαιολογητικό έγγραφο ουδ λογιστικής εγγραφής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский