Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβατήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαβατήριο [ðjavaˈtiriɔ] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με διαβατήριο

βιομετρικό διαβατήριο
έγκυρο διαβατήριο
βγάζω διαβατήριο
ευρωπαϊκό διαβατήριο
πλαστό διαβατήριο
το διαβατήριο έχει λήξει
εκδίδω ένα διαβατήριο
ένα διαβατήριο ουδ διάρκειας ενός έτους

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский