Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δενδροφυτεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δενδροφυτεύ|ω [ðɛnðrɔfiˈtɛvɔ], δεντροφυτεύ|ω [ðɛndrɔfiˈtɛvɔ] <-σα, -τηκα, -μένος> VERB μεταβ

δενδροφυτεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский