Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεκάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεκάρι [ðɛˈkari] SUBST ουδ

1. δεκάρι (δεκάδα):

ένα δεκάρι
zehn

2. δεκάρι (της τράπουλας):

το δεκάρι (σπαθί)
die Zehn θηλ (Kreuz)

3. δεκάρι ΙΣΤΟΡΊΑ (δέκα δραχμές):

δεκάρι
δεκάρι
Zehner αρσ

4. δεκάρι (δέκα λεπτά σε ευρώ):

δεκάρι
δεκάρι
Zehner αρσ

5. δεκάρι ΣΧΟΛ (βαθμός):

δεκάρι
Eins θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με δεκάρι

ένα δεκάρι
zehn
το δεκάρι (σπαθί)
die Zehn θηλ (Kreuz)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский