Ελληνικά » Γερμανικά

δείρ-

δείρ- s. δέρνω

Βλέπε και: δέρνω

δ|έρνω <-ειρα, -άρθηκα, -αρμένος> [ˈðɛrnɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский