Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δαυλί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δαυλί [daˈvli] SUBST ουδ

1. δαυλί (μικρός δαυλός):

δαυλί
kleine Fackel θηλ

2. δαυλί (καυσόξυλο):

δαυλί
Stück ουδ Brennholz

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский