Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δασόβιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δασόβι|ος <-α, -ο> [ðaˈsɔviɔs] ΕΠΊΘ

δασόβιος
Wald-, im Wald lebend

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский