Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δασκαλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δασκαλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ðaskaˈlɛvɔ] VERB μεταβ

δασκαλεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский