Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δασικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δασικ|ός <-ή, -ό> [ðasiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. δασικός (του δάσους):

δασικός
Wald-
Waldbaum αρσ
Waldgebiet ουδ
Waldeigentum ουδ

3. δασικός (της ξυλείας):

δασικός
Holz-
Holzgewinnung θηλ

II . δασικ|ός (-ή) [ðasiˈkɔs] SUBST αρσ (θηλ)

δασικός (-ή)
Förster(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με δασικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский