Ελληνικά » Γερμανικά

δανειοδότης (δανειοδότρια) [ðaniɔˈðɔtis, ðaniɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

δανειοδότης (δανειοδότρια)
Kreditgeber(in) αρσ (θηλ)

δανειοληψία [ðaniɔliˈpsia] SUBST θηλ

δανειστήριο [ðanisˈtiriɔ] SUBST ουδ

δανειολήπτης (δανειολήπτρια) [ðaniɔˈliptis, ðaniɔˈliptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

δανειοληπτικ|ός <-ή, -ό> [ðaniɔliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

δανειστής (δανείστρια) [ðanisˈtis, ðaˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μειοδοτ|ώ <-είς, -ησα> [miɔðɔˈtɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский