Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δανειακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δανειακ|ός <-ή, -ό> [ðaniaˈkɔs] ΕΠΊΘ (ο του δανείου)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский