Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δαμαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δαμαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðamaˈlizɔ] VERB μεταβ

δαμαλίζω κατά +γεν
impfen gegen +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский