Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δακρύζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δακρύ|ζω <-σα, -σμένος> [ðaˈkrizɔ] VERB αμετάβ

1. δακρύζω (χύνω δάκρυα):

δακρύζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский