Ελληνικά » Γερμανικά

δαγκάνω

δαγκάνω s. δαγκώνω

Βλέπε και: δαγκώνω

I . δαγκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðaŋˈgɔnɔ], δαγκά|νω [ðaŋˈganɔ] <-σα, -στηκα [ή -θηκα], -μένος> VERB μεταβ

II . δαγκώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (να μη μιλήσω)

I . δαγκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðaŋˈgɔnɔ], δαγκά|νω [ðaŋˈganɔ] <-σα, -στηκα [ή -θηκα], -μένος> VERB μεταβ

II . δαγκώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (να μη μιλήσω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский