Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίκαιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίκαιο [ˈðicɛɔ] SUBST ουδ

1. δίκαιο ΝΟΜ:

δίκαιο
Recht ουδ
Rechtsbruch αρσ
δίκαιο της πυγμής
Faustrecht ουδ
το δίκαιο των πολλών
άγραφο δίκαιο
objektives Recht ουδ
γειτονικό δίκαιο
Nachbarrecht ουδ
εθιμικό δίκαιο
Agrarrecht ουδ
Luftrecht ουδ
Jugendrecht ουδ
Zivilrecht ουδ
Finanzrecht ουδ
Völkerrecht ουδ
Kirchenrecht ουδ
Handelsrecht ουδ
Sachenrecht ουδ
Schuldrecht ουδ
Arbeitsrecht ουδ
Haftungsrecht ουδ
Patentrecht ουδ
Seerecht ουδ
θετικό δίκαιο
positives Recht ουδ
Privatrecht ουδ
Erbrecht ουδ
EU-Recht ουδ
Sozialrecht ουδ
Medienrecht ουδ
Mietrecht ουδ
Seerecht ουδ
Familienrecht ουδ
Baurecht ουδ
Umweltrecht ουδ
Urheberrecht ουδ
Strafrecht ουδ
Kriegsrecht ουδ
Römisches Recht ουδ
Vertragsrecht ουδ
Presserecht ουδ
Steuerrecht ουδ

2. δίκαιο s. δίκιο

Βλέπε και: δίκιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский