Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γρουσουζεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γρουσουζ|εύω [ɣrusuˈzɛvɔ], γουρσουζ|εύω [ɣursuˈzɛvɔ] <-εψα, -εμένος> VERB μεταβ (φέρνω κακή τύχη σε κάτι)

γρουσουζεύω

II . γρουσουζ|εύω [ɣrusuˈzɛvɔ], γουρσουζ|εύω [ɣursuˈzɛvɔ] <-εψα, -εμένος> VERB αμετάβ (μιλώ αρνητικά, είμαι απαισιόδοξος)

γρουσουζεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский