Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γράψιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γράψιμο [ˈɣrapsimɔ] SUBST ουδ

1. γράψιμο (η ενέργεια):

γράψιμο
Schreiben ουδ

2. γράψιμο (γραφικός χαρακτήρας):

γράψιμο
Schrift θηλ

3. γράψιμο μτφ:

έχω κάποιον στο γράψιμο

ιδιωτισμοί:

schriftliche Prüfung θηλ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με γράψιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский