Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γούρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γούρι [ˈɣuri] SUBST ουδ

1. γούρι (καλή τύχη):

γούρι
Glück ουδ
φέρνει γούρι
γύρισε το γούρι του

2. γούρι (φυλαχτό):

γούρι
Talisman αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με γούρι

φέρνει γούρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский