Ελληνικά » Γερμανικά

γκριζομάλλ|ης (-α) [grizɔˈmal|is, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

γκριζομάλλης (-α)
γκριζομάλλης (-α)
grauhaarige Frau θηλ

γκριζομάλλης ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
γκριζομάλλης αμετάβλ
grauhaarig αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский