Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκρεμοτσακίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκρεμοτσακί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [grɛmɔtsaˈcizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. γκρεμοτσακίζομαι (πέφτω):

γκρεμοτσακίζομαι

2. γκρεμοτσακίζομαι (κοπιάζω):

γκρεμοτσακίζομαι να κάνω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με γκρεμοτσακίζομαι

γκρεμοτσακίζομαι να κάνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский