Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκρεμίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γκρεμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [grɛˈmizɔ] VERB μεταβ

1. γκρεμίζω (ρίχνω):

γκρεμίζω

2. γκρεμίζω (σπίτι):

γκρεμίζω

3. γκρεμίζω (δικτάτορα, χούντα):

γκρεμίζω

II . γκρεμίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με γκρεμίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский