Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκαβίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκαβί|ζω [gaˈvizɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf (αλληθωρίζω)

γκαβίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский