Ελληνικά » Γερμανικά

I . γίν|ομαι <-α, -ωμένος> [ˈjinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

2. γίνομαι (λαμβάνω ύπαρξη):

γραφικ|ός <-ή, -ό> [ɣrafiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γραφικός (σχετικός με το γράψιμο):

Schreib-
Schreibfehler αρσ
Schreibbedarf αρσ
Schrift θηλ

3. γραφικός μτφ (που γοητεύει ως θέαμα):

4. γραφικός ΓΛΩΣΣ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский