Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γιγαντεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γιγαντεύω

γιγαντεύω s. γιγαντώνω

Βλέπε και: γιγαντώνω

I . γιγαντώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [jiɣanˈdɔnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι γιγαντιαίος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский