Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γητεύτρια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γητευτής (ο), γητεύτρια (η) SUBST

Καταχώριση χρήστη
γητευτής (ο), γητεύτρια (η)
Verführer, -in

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский