Ελληνικά » Γερμανικά

γηγεν|ής <-ής, -ές> [jijɛˈnis] ΕΠΊΘ (άνθρωπος, χλωρίδα, πανίδα)

γηγενής ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский