Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γεννητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γεννητικ|ός <-ή, -ό> [jɛnitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γεννητικός
genital, Geschlechts-
Geschlechtsorgane ουδ πλ
Genitalien ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский