Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γενικεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γενικ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [jɛniˈcɛvɔ] VERB μεταβ

γενικεύω

II . γενικεύομαι VERB αυτοπ ρήμα (επεκτείνομαι, διαδίδομαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский