Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γδύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γδύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈɣðinɔ] VERB μεταβ

1. γδύνω (ξεντύνω):

γδύνω

2. γδύνω μτφ (λεηλατώ):

γδύνω

II . γδύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский