Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γδέρνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γδ|έρνω <-αρα, -άρθηκα, -αρμένος> [ˈɣðɛrnɔ] VERB μεταβ

1. γδέρνω (ζώο):

γδέρνω

2. γδέρνω (κάνω γρατσουνιά):

γδέρνω

3. γδέρνω μτφ (αποσπώ χρήματα):

γδέρνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский