Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαντζώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γαντζώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɣanˈdzɔnɔ] VERB μεταβ

γαντζώνω

II . γαντζώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. γαντζώνομαι (φόρεμα, σακάκι: στο περπάτημα):

2. γαντζώνομαι (πιάνομαι):

sich klammern an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский